Του Γιάννη Βαρουφάκη

Όταν διάβασα τον Σταύρο Θεοδωράκη να γράφει κριτικά για το σινάφι του, ένιωσα ότι αξίζει να κάνω ένα διάλειμμα, αφήνοντας για λίγο την οικονομική κρίση, και να καταπιαστώ με μια πιο προσωπική κρίση. Με σκέψεις που προκάλεσαν οι τελευταίες καταλήψεις του περασμένου Δεκέμβρη στο πανεπιστήμιο. Κάποια στιγμή, μετά από μία κατάληψη, έγραψα θυμωμένος ένα άρθρο (βλ. Καθημερινή, 4 Δεκεμβρίου) στο οποίο περιέγραφα τον φόβο των φοιτητών μου την στιγμή που «εξωσχολικά» στοιχεία, με καλυμμένα τα πρόσωπα, εισέβαλαν στο κτήριο της Νομικής Σχολής εν ώρα μαθήματος.

Μερικές μέρες αργότερα, και μετά την δημοσίευση του άρθρου εκείνου, το έργο επαναλήφθηκε (στις 10 Δεκεμβρίου για την ακρίβεια). Ίδια ώρα, ίδια αίθουσα, ίδιος αχός από τις σκάλες, φωνές, καλυμμένα πρόσωπα, ανησυχία στο αμφιθέατρο. Οι εισβολείς πρώτα κατέστρεψαν τα τραπεζάκια των παρατάξεων απ’ έξω και μετά άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν στο αμφιθέατρο. Όταν τους ζήτησα να αφήσουν τους φοιτητές να βγουν θίχτηκαν: «Δεν είμαστε τρομοκράτες» μου απάντησαν και, παρά την φορτισμένη ατμόσφαιρα, μας άφησαν να φύγουμε αβίαστα.

Βγήκαμε στον χειμωνιάτικο αέρα και σκορπίσαμε όπως και την προηγούμενη φορά. Η διαφορά είναι ότι εκείνη την φορά, αντίθετα με την προηγούμενη, το κυρίαρχο συναίσθημά μου δεν ήταν ο θυμός. Όχι επειδή είχα συνηθίσει την βία. Αυτή δεν συνηθίζεται. Αλλά επειδή το συναίσθημα που με κυρίευσε ήταν εντελώς διαφορετικό. Ήταν η ντροπή!

Για χρόνια τώρα οι συνάδελφοί μου κι εγώ εξευτελιζόμασταν από τις φοιτητικές παρατάξεις που έχουν στήσει τα τραπεζάκια τους ακριβώς έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας με τρόπο που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη, και επικίνδυνη, την είσοδο και την έξοδο στα αμφιθέατρα. Τα στερεοφωνικά τους μας εξανάγκαζαν να κάνουμε μάθημα φωνάζοντας για να ακουστούμε πάνω από την μουσική τους. Οι συνεχείς εκκλήσεις μας να ησυχάσουν, να απομακρύνουν τα τραπεζάκια από τις πόρτες των αμφιθεάτρων (ώστε σε περίπτωση κινδύνου να μην θρηνήσουμε θύματα), προκαλούσαν την θυμηδία των "υπευθύνων". Σιγά-σιγά αποδεχθήκαμε αυτή την βία και συμμορφωθήκαμε στις επιταγές τους.

Καταλαβαίνετε λοιπόν την ντροπή μου όταν, εξερχόμενος από το αμφιθέατρο με τους φοιτητές μου υπό την επίβλεψη των κουκουλοφόρων, ένιωσα ταυτόχρονα απέχθεια αλλά και αγαλλίαση βλέποντας αυτά τα τραπεζάκια, και ιδίως το στερεοφωνικό που με εξευτέλιζε τόσο καιρό, να κείνται στο πάτωμα. Κομμάτια. Πιο δίπλα σε έναν τοίχο, οι βίαιοι καταληψίες είχαν γράψει κι ένα σύνθημα που με έκανε να γελάσω: "Όταν κλέβει ένας καθηγητής το ονομάζουν Κλοπή. Όταν όμως κλέβουν πολλοί το ονομάζουν Έρευνα." Αφού γέλασα συνοφρυώθηκα σκεφτόμενος ότι αυτή η μεγάλη αλήθεια είναι αδύνατον να συζητηθεί στην Γενική μας Συνέλευση...

Στο δρόμο για το σπίτι μία σκέψη τριγυρνούσε στο μυαλό μου: αυτό που εγώ έπρεπε να έχω πετύχει, ως πανεπιστημιακός, δηλαδή την εξασφάλιση ελάχιστων συνθηκών για την διεξαγωγή του μαθήματος με περιορισμό των παρατάξεων, το πέτυχαν τελικά οι κουκουλοφόροι δια της βίας. Έστω και για μερικές μέρες, μέχρις ότου οι δυνάστες μας επέστρεψαν με νέα τραπεζάκια, νέο απαστράπτον στερεοφωνικό, και βεβαίως την ίδια νοοτροπία.

Ντρέπομαι που το εξομολογούμαι. Από τότε που ήρθα στην Ελλάδα έχω μπει κι εγώ στην λογική της συμμόρφωσης προς τας υποδείξεις της "άλλης" βίας – της βίας που προέρχεται από τους «νόμιμους» φορείς της: Τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, τους συναδέλφους που ιδιωτικοποιούν το πανεπιστήμιο εκ των έσω στο όνομα της έρευνας και των προγραμμάτων (ο πιο χυδαίος συνδυασμός των αρνητικών του δημοσίου με τα αρνητικά της αγοράς), την πλειοψηφία των φοιτητών που, με τη πίεση των οικογενειών τους, επιμένουν να μετατρέψουν το πανεπιστήμιο σε εξεταστικό κέντρο.

Παραμένω ταγμένος στην πάταξη της βίας αλλά πρέπει να το παραδεχτώ: Μπορεί να καταδικάζουμε την βία των κουκουλοφόρων, αλλά εμείς οι καθωσπρέπει νομιμόφρονες δεν κουνάμε ούτε το μικρό μας δακτυλάκι εναντίον της καλυμμένης βίας που εκφράζεται νόμιμα στο πανεπιστήμιο όλη την ημέρα, κάθε μέρα.

Έξι μήνες μετά, τα τραπεζάκια είναι πάντα εκεί. Οι επαγγελματίες συνδικαλιστές διαμεσολαβούν μεταξύ δασκάλων και φοιτητών, εκλέγουν Προέδρους Τμημάτων, Κοσμήτορες και Πρυτάνεις, απαιτούν να εξετάζονται τα μαθήματα 3 φορές το χρόνο, λες και είναι ρουλέτα και κάποια στιγμή θα κάτσει η μπίλια. Γενικά, η γενικευμένη απαξίωση συνεχίζεται. Κι εμείς στις αποφοιτήσεις των φοιτητών μας, στις συνελεύσεις των οργάνων μας, στις συνεντεύξεις μας στα ΜΜΕ βγάζουμε τους ίδιους δεκάρικους λόγους, περί πανεπιστημιακών αρχών και αξιών...

Αλήθεια, λέτε αυτή η οικονομική κρίση, που μάλλον θα τα αλλάξει όλα, να αλλάξει και εμάς τους δειλούς πανεπιστημιακούς; Προς το παρόν δεν βλέπω πώς θα γίνει κάτι τέτοιο αλλά δεν παύω να το ελπίζω.

πηγή: protagon.gr