Η Αθήνα του Δημήτρη Αρβανίτη /  "Πάσχουμε από εικονορρύπανση"


από την Κατερίνα Οικονομάκου

Το πρώτο πράγμα που είμαι περίεργη να ακούσω από έναν επαγγελματία του ντιζάιν είναι αναμενόμενο: θέλω να μάθω τι τον ενοχλεί περισσότερο στην εικόνα της Αθήνας. Η απάντηση του Δημήτρη Αρβανίτη είναι λιγότερη αναμενόμενη: «Το γεγονός πως το αστικό τοπίο μοιάζει πλέον επικίνδυνα στο τηλεοπτικό τοπίο. Η πόλη πάσχει από εικονορρύπανση και υπερπαραγωγή εικόνων που καταναλώνουμε με απάθεια και αδιαφορία». Φαντάζομαι πως αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, γιατί είναι και η απάθεια μια άμυνα του οργανισμού όταν αναγκάζεσαι να διασχίζεις κάθε μέρα μια τόσο βρώμικη πόλη. Όμως δεν εννοεί αυτό ακριβώς ή, μάλλον, δεν εννοεί μόνο αυτό. «Πριν από λίγο καιρό πέρασα με ένα φίλο από το εξωτερικό από τον πεζόδρομο της Τοσίτσα, πλάι στο Πολυτεχνείο. Ο άνθρωπος έμεινε άναυδος από την εικόνα που αντίκρισε. Εμείς όμως, ζώντας στην Αθήνα, πολύ απλά δεν βλέπουμε αυτό που συμβαίνει μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια μας», λέει και η αλήθεια είναι πως, ναι, έτσι είναι - απόδειξη πως δεν χρειάζεται να μου περιγράψει την εικόνα στην οποία αναφέρεται. «Νέοι άνθρωποι κάνουν χρήση ουσιών στη μέση του δρόμου, πεθαίνουν μπροστά μας και δεν βλέπουμε. Ή, μάλλον, κάνουμε ότι δεν βλέπουμε». 

Πολυπολιτισμός ή εξαθλίωση;

Οι εικόνες αφηγούνται πάντα μια ιστορία. «Εκεί είναι, αλλά όλο και σπανιότερα επιλέγουμε να τη διαβάσουμε». Σύμφωνα με τον κ. Αρβανίτη, συχνότερα καταναλώνουμε τις αθηναϊκές εικόνες, τοποθετώντας στο πλαίσιο ενός λάιφσταϊλ - το οποίο πάντως καμία σχέση δεν έχει με τον τρόπο που πραγματικά κυλάει η ζωή στις γειτονιές που είναι «γεμάτες χρώματα και μυρωδιές». Φέρνει ένα ακόμη παράδειγμα: «Εκστασιαζόμαστε, για παράδειγμα, με τις υπέροχες μυρωδιές από τα μπαχάρια στην Ευριπίδου και μιλάμε για το πολυπολιτισμικό πρόσωπο της πόλης. Ναι, εντάξει, καλά τα μπαχάρια, αλλά τι γίνεται με τη φοβερή βρωμιά που παράγεται σε αυτό το γκέτο όπου έχουν στριμωχτεί τόσοι άνθρωποι; Πού είναι η γοητεία του πολυπολιτισμού, όταν ξέρουμε ότι αγωνίζονται να επιβιώσουν εγκλωβισμένοι σε ένα κομμάτι της πόλης όπου όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει και με τα ναρκωτικά και με το τράφικινγκ;» 

Οση ώρα μιλάει, η έκφρασή του γίνεται όλο και πιο θυμωμένη, αλλά εξακολουθεί να μιλάει χαμηλόφωνα. «Τη δυστυχία τη βλέπουμε σαν φολκλόρ. Αντιστοίχως, τη βρωμιά και τη χαμηλή αισθητική του Ψυρρή τις εντάσσουμε στην κατηγορία του γραφικού ή του μποέμ». Κάπου εκεί η φωνή του πνίγεται στον ήχο του ακορντεόν που έχει πάρει θέση από πάνω μας. Ο τύπος που το χειρίζεται παίζει λίγο καλύτερα από μένα, που δεν έχω πιάσει ακορντεόν στη ζωή μου. Το σύντομο βασανιστήριο γίνεται αφορμή για να μάθω πού μπορώ να ακούσω έναν Ρουμάνο μουσικό ο οποίος παίζει φοβερό σαξόφωνο. Μπορεί να τον πετύχω, λέει, κάποιο Σάββατο μεσημέρι στο «Low Profile» της Λυκαβηττού. «Εχουμε εκεί άτυπο ραντεβού με μερικούς φίλους για να πιούμε ρακές». Και επιστρέφει στο θέμα του σαξοφωνίστα, για να συνεχίσει με την τζαζ, να περάσει στην ελληνική σκηνή της τζαζ κι από εκεί στις πληροφορίες για τα μέρη όπου μπορείς να ακούσεις λάιβ τζαζ στην Αθήνα. Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις θέμα όταν ο συνομιλητής σου είναι ένας άνθρωπος που έχει βαφτίσει το γιο του Θελόνιους - επωφελούμαι και εμπλουτίζω τις γνώσεις μου.

Παρατηρήστε τα μπαλκόνια σας

Αφού μου δώσει και δυο καλές πληροφορίες για τα καφέ που σερβίρουν εξαιρετικό εσπρέσο με ένα ευρώ, «γιατί τόσο πρέπει να κοστίζει, ας είμαστε ειλικρινείς», του ζητάω να αφήσουμε την ουσία και να επιστρέψουμε στο φαίνεσθαι της Αθήνας. Υπάρχει πρόβλημα με τα κτίρια, λέει. ΟΚ, πιο συγκεκριμένα; «Πρόσεξε, οι μόνοι που δεν φταίνε είναι οι αρχιτέκτονες. Φταίει το γεγονός πως δεν έχουμε αφήσει τους αρχιτέκτονες να κάνουν τη δουλειά τους», παρατηρεί. «Γιατί ο καθένας επιβάλλει την αισθητική του κόντρα στις υποδείξεις των αρχιτεκτόνων και κόντρα στο συλλογικό συμφέρον. Αν παρατηρήσεις μερικές πολυκατοικίες στη σειρά, δεν έχουν καν προσέξει να ευθυγραμμίσουν τα μπαλκόνια, για να υπάρχει μια υποτυπώδης αρμονία», συνεχίζει. Και από το ύφος μου μαντεύει τη σκέψη μου: «Αυτό νομίζεις πως είναι μια λεπτομέρεια, αλλά δεν είναι». Εντάξει, δεν είναι, αλλά ως μη ειδικός χρειαζόμουν λίγο χρόνο για να το επεξεργαστώ. 

Μήπως η εικόνα της πόλης δεν είναι τελικά και η ψυχή της; Για τον κ. Αρβανίτη, τα αυτοκίνητα που παρκάρουν πάνω στα πεζοδρόμια, που κλείνουν τους χώρους διέλευσης των ανθρώπων με κινητικές δυσκολίες, τα μικρά πλήθη που ορμούν στα βαγόνια του μετρό πριν προλάβουν όσοι είναι μέσα να αποβιβαστούν, οι φιλόζωοι που δεν μαζεύουν τις ακαθαρσίες των σκύλων τους - το θέαμα αποκαλύπτει μια πόλη με έλλειμμα ευγένειας και γενναιοδωρίας. «Εχεις την εντύπωση πως οι Αθηναίοι κάτι εκδικούμαστε στρέφοντας την επιθετικότητα που γεννάει η απογοήτευση ενάντια στον δικό μας χώρο», εικάζει. 

Το σκέφτεται λίγο κι επιστρέφει στο θέμα της απογοήτευσης: «Αλλοι αγαπούν αυτή την πόλη, άλλοι όχι. Το σίγουρο, όμως, είναι πως δεν την αγαπάει ο δήμαρχος». Δεν περιμένει, λέει, θαύματα «αλλά και τόση υποκρισία περιττή δεν είναι; Γιατί οργανώνει μια φορά το χρόνο τον ποδηλατικό γύρο, ενώ ξέρουμε πόσο ταλαιπωρούνται όσοι τολμούν να κυκλοφορούν με ποδήλατο; Αισθάνομαι πως μας κοροϊδεύει. Το λογικό θα ήταν, όπου είναι εφικτό, να σχεδιάσει ποδηλατόδρομους», διαμαρτύρεται. Και τότε θυμάται πως μόλις δύο λεπτά νωρίτερα είχε πει ότι δεν περιμένει θαύματα. Οσο για τις ταράτσες μας, τις οποίες ο δήμος μάς προτρέπει να «πρασινίσουμε», αυτό του φαίνεται τουλάχιστον αστείο. «Ε, εντάξει εντάσσεται στο τρεντ της οικολογίας. Μήπως να ασχοληθεί επιτέλους με τη βρωμιά της Αθήνας; Εστω το θέμα της καθαριότητας, μπορεί επιτέλους να το φροντίσει;» απευθύνει το, μάλλον ρητορικό, ερώτημα. *

πηγή: Ελευθεροτυπία