Η ελευθερία της έκφρασης είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - το κορυφαίο νομοθέτημα διεθνούς δικαίου που εφαρμόζουν οι 47 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης- "συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες". Στις ευθύνες αυτές περιλαμβάνεται και ο σεβασμός όλων των άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων, ανάμεσα στα οποία η αξιοπρέπεια του ατόμου, ο σεβασμός της προσωπικότητας, ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων.

Έτσι λοιπόν, η ελευθερία της έκφρασης δεν κατοχυρώνεται ως ένα "υπερ-δικαίωμα" στο όνομα του οποίου μπορούν να διαδίδονται σκόπιμα ψευδείς πληροφορίες για άτομα ή οντότητες. Το ψέμα που καταρρακώνει την υπόληψη του άλλου δεν είναι ανεκτό από το Δίκαιο, κι αυτό δεν μπορεί να αποτελεί καν αντικείμενο συζήτησης. Είναι ένα θεμελιώδες αξίωμα κάθε έννομης τάξης, διαχρονικά και διατοπικά. Σε καμία χώρα του κόσμου δεν επιτρέπεται η συκ0φαντική δυσφήμηση, δηλ. η σκόπιμη διάδοση αναληθών ισχυρισμών που βλάπτουν την υπόληψη του άλλου. Πρόκειται για ένα από τα θεμέλια ενός ανθρωπιστικού πολιτισμού κι όποιος το αντιμάχεται, απλώς στρέφεται εναντίον της ίδιας της ανθρώπινης αξίας.

Όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ίσης σημασίας και ίσης νομικής βαρύτητας: κανένα δεν κατισχύει έναντι του άλλου. Όταν βέβαια υπάρχει σχέση έντασης ανάμεσα σε δύο δικαιώματα, όπως ανάμεσα στην ελευθερία έκφρασης και την προστασία της προσωπικότητας, θα πρέπει να αναζητάται ο καλύτερος δυνατός τρόπος ώστε να μην εκμηδενίζεται κανένα από τα δύο. Έτσι υπεισέρχονται διαδικασίες σταθμίσεων, ώστε να επιτυγχάνεται η αρμονική συνεφαρμογή και να μη θίγεται τουλάχιστον ο "πυρήνας" κανενός από τα δύο δικαιώματα. Οι τεχνικές αυτών των σταθμίσεων έχουν εδώ και χρόνια εξειδικευθεί από την νομολογία των δικαστηρίων. Σε καμία απόφαση δικαστηρίου όμως δεν έγινε δεκτό ότι η συκοφαντική δυσφήμηση περιλαμβάνεται στην ελευθερία της έκφρασης.

Όσον αφορά τη σχέση της ελευθερίας της έκφρασης με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: η ίδια η Οδηγία 95/46 αναφέρει ότι η προστασία δεν ασκείται εις βάρος της ελευθερίας της έκφρασης και οι δύο κανονιστικές αρχές (προστασία - ελευθερία) πρέπει να ασκούνται εναρμονισμένα. Εξάλλου, η προστασία προσωπικών δεδομένων δεν εισάγει κάποιο απόλυτα "απαραβίαστο απόρρητο". Προσωπικά δεδομένα δεν σημαίνει a priori μη δημοσιοποιήσιμες πληροφορίες. Σημαίνει "κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε ένα φυσικό πρόσωπο, η ταυτότητα του οποίου είναι γνωστή ή μπορεί να γίνει εξακριβωθεί". Η αυτοματοποιημένη ή από αρχείο χρήση των προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται εφόσον κυρίως:

- ενημερωθεί το άτομο για την ταυτότητα αυτού που πρόκειται να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα, καθώς και για το σκοπό της χρήσης,

- υπάρχει η συγκατάθεση του ατόμου ή άλλος νόμιμος λόγος για την επιτρεπόμενη χρήση (όπως λ.χ. η ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης),

- τα δεδομένα είναι σχετικά με το σκοπό της χρήσης, ακριβή (δηλ. όχι ψευδή, όπως στη συκοφαντική δυσφήμηση) επικαιροποιημένα και όχι περισσότερα από όσα είναι αναγκαίο για το σκοπό της χρήσης.

Αυτοί είναι κανόνες που εγγυώνται τελικά την ίδια τη διαφάνεια: να γνωρίζουμε ποιος και για ποιο σκοπό κατέχει τις προσωπικές πληροφορίες μας που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει. Επομένως, όποιος διαφωνεί με αυτούς τους κανόνες, είναι απλώς αντίθετος στην αρχή της διαφάνειας.

Η ανώνυμη καταγγελία έχει κι αυτή τη θέση της σε ένα δικαιοκρατούμενο σύστημα, εφόσον έχουν τηρηθεί ορισμένες προϋποθέσεις που διασφαλίζουν ότι ο σκοπός είναι όντως να λυθεί ένα πρόβλημα και όχι να εξοντωθεί ψυχολογικά κάποιος, διότι τότε πρόκειται για κατάχρηση: επιδιώκεται άλλος σκοπός από τον προβαλλόμενο. Ο βασικός κανόνας είναι ότι η ανώνυμη καταγγελία πρέπει να απευθύνεται στο αρμόδιο όργανο κι όχι στην κοινή γνώμη. Η κοινή γνώμη δεν είναι κριτής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, διότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελούν αντικείμενο πλειοψηφικών συσχετισμών, αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένων κρίσεων από ειδικά σώματα στελεχωμένα από ειδικούς (δικαστήρια, ανεξάρτητες αρχές, διεθνείς οργανισμούς, εμπειρογνώμονες). Έτσι οι ανώνυμες καταγγελίες μπορούν να ασκηθούν μέσα από προγράμματα λ.χ. whistle-blowing ή μέσα από συστήματα προστασίας μαρτύρων κλπ. Πάντα με ειδικό προγραμματισμό, συντεταγμένα και στα αρμόδια όργανα.

Ο Τύπος ασκεί κι αυτός τον ελεγκτικό του ρόλο και έχει αυξημένες υποχρεώσεις τήρησης δεοντολογικών κανόνων τεκμηρίωσης, διασταύρωσης κλπ. Μπορεί να ασκεί κριτική, ακόμη και οξεία ή σοκαριστική κριτική σε φυσικά πρόσωπα, με ιδιαίτερη μάλιστα ευχέρεια όταν πρόκειται για δημόσια πρόσωπα που ασκούν λειτουργήματα. Ούτε στον Τύπο επιτρέπεται όμως η συκοφαντική δυσφήμηση. Επομένως, οι απαγορεύσεις του διεθνούς δικαίου ισχύουν και σε αυτό τ0 πλαίσιο.

Η μετά τη δημοσίευση απαγόρευση ενός συκοφαντικού κειμένου δεν συνιστά λογοκρισία. Η λογοκρισία είναι προληπτικό μέτρο που καταργεί την ίδια τη δυνατότητα της διάδοσης, πριν αυτή ξεκινήσει. Η εκ των υστέρων απαγόρευση δεν είναι προληπτικό, αλλά κατασταλτικό μέτρο, άρα δεν αποτελεί λογοκρισία. Η αξίωση για παύση της μετάδοσης ενός συκοφαντικού κειμένου δεν είναι λοιπόν μία απαίτηση για "λογοκρισία", αλλά για συμμόρφωση προς τα ανθρώπινα δικαιώματα που θίγονται. Δεδομένου λοιπόν ότι η συκοφαντική δυσφήμηση δεν περιέχεται στο πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης, δεν "τραυματίζεται" η ελευθερία της έκφρασης όταν αποσύρεται ένα συκοφαντικό κείμενο. Διότι δεν περιστέλλεται κάποια ατομική ελευθερία, αλλά αντίθετα διασφαλίζονται οι ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα που θίγονται εξ ορισμού από τη συκοφαντική δυσφήμηση.

Κάθε φορά που αποσύρεται ένα συκοφαντικό κείμενο, ενισχύεται η ελευθερία επειδή εξασφαλίζεται η πρακτική συνεφαρμογή όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων ως αρμονικό σύνολο κανόνων. Η απόσυρση ενός συκοφαντικού κειμένου είναι νίκη της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και καταστολή των αυθαίρετων εξουσιών που ασκούνται σε βάρος των ανθρώπινων δικαιωμάτων, σε βάρος της ίδιας της ανθρώπινης ιδιότητας.




Πηγή: e-lawyer