Οι καταλήψεις στην πρόσφατη ελληνική ιστορία έχουν την απαρχή τους στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου το 1973. Το γεγονός ότι οι καταλήψεις εκείνες αποτέλεσαν την κορυφαία πράξη αντίστασης εναντίον ενός παράνομου καθεστώτος χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση, περιέβαλε τις καταλήψεις με μια «αύρα» ηρωισμού και τις προσέδωσε ένα θετικό περιεχόμενο.

Οι καταλήψεις, όμως, συνεχίστηκαν και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 άρχισαν και οι καταλήψεις σχολείων. Ενώ καταλήψεις πανεπιστημίων συνέβησαν και στο εξωτερικό (π.χ. στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 στις ΗΠΑ), οι καταλήψεις σχολείων είναι, απ’ όσο γνωρίζω, ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Υπάρχουν, βέβαια, και καταλήψεις δρόμων, δημόσιων υπηρεσιών κλπ, αλλά εδώ θα περιοριστώ στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Κάνουν καλό ή κακό οι καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων; Στα μάτια των υποστηρικτών τους, οι καταλήψεις εφιστούν την προσοχή της κοινωνίας στα προβλήματα της εκπαίδευσης ή αποτρέπουν δυσάρεστες αλλαγές που σχεδιάζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Για την αντιπολίτευση, οι καταλήψεις προκαλούν φθορά στην κυβέρνηση, για αυτό και συνήθως υποστηρίζονται, ανοιχτά ή κρυφά.

Κατά τη γνώμη μου, οι καταλήψεις κάνουν ελάχιστο καλό και πολύ κακό. Σκεφτείτε το εξής: αν οι καταλήψεις βελτίωναν την εκπαίδευση, δεν θα έπρεπε σήμερα να είχαμε το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο; Όμως δεν το έχουμε. Τα αιτήματα των καταληψιών είναι επί το πλείστον λαϊκιστικά (περισσότερη χρηματοδότηση, περισσότερα προνόμια). Δεν θυμάμαι καμία κατάληψη με στόχο την ποιότητα της εκπαίδευσης, την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, κλπ. Κι αν ακόμη τα αιτήματα είναι ορθά και δίκαια, η διεκδίκησή τους μέσω του κλεισίματος του σχολείου και της διάλυσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, έρχεται σε αντίφαση με τους όποιους ορθούς στόχους.

Οι καταλήψεις, όμως, έχουν σημαντική κοινωνική στήριξη. Συχνά τοπικές ΕΛΜΕ βγάζουν ανακοινώσεις υπερασπιζόμενες καταληψίες μαθητές. Εφημερίδες όπως η “Ελευθεροτυπία”, δύσκολα μπορούν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους όταν ειδησεογραφούν για «κλιμάκωση καταλήψεων». Στην πρόσφατη «έρευνα κοινής γνώμης» του υπουργείου Παιδείας η πλειονότητα των ερωτώμενων θεώρησε ότι «οι καταλήψεις θα πρέπει να επιτρέπονται ως έσχατη μορφή αντίδρασης των φοιτητών όταν θεωρούν ότι θίγονται τα δικαιώματά τους». Η άποψη που εγώ θα υποστήριζα («οι καταλήψεις δεν θα πρέπει να επιτρέπονται») μειοψήφισε ακόμα και ανάμεσα στο ευρύ κοινό. Και το Υπουργείο Παιδείας ακόμα, στην προ διμήνου ανακοίνωσή του για την επέτειο του φόνου του άτυχου Τεμπονέρα, έδειξε να θεωρεί τις καταλήψεις ένδειξη «αγωνιστικού πνεύματος» και «οδηγό προσφοράς και δράσης».

Σε οποιαδήποτε προσπάθεια εφαρμογής του νόμου πολλοί μιλούν για «ποινικοποίηση» των καταλήψεων. Μα η κατάληψη είναι ήδη ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με το άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα. Ίσα ίσα, το αντίθετο πρόβλημα υπάρχει: «νομιμοποίηση» στην κοινή συνείδηση παράνομων πράξεων. Μόλις προχτές ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Ιατρικής σχολής του ΑΠΘ φέρονται να δήλωσαν ότι «σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το δικαίωμα των φοιτητών να κάνουν κατάληψη». Προσέξτε, ούτε καν να αμφισβητήσουν, πόσο μάλλον να πάρουν μέτρα για να επιβάλουν την τάξη! Όταν σημαίνοντα πρόσωπα της πανεπιστημιακής κοινότητας έχουν φτάσει να εκφράζουν τέτοιες απίστευτες θέσεις, η κατάντια της ελληνικής εκπαίδευσης γίνεται απόλυτα κατανοητή.

«Είναι θέμα Παιδείας», λένε κάποιοι, και μάλιστα άνθρωποι στους οποίους η κοινωνία έχει εναποθέσει την κύρια ευθύνη της διαπαιδαγώγησης των νέων! Λέγοντάς το αυτό παραπέμπουν τη λύση του προβλήματος σε κάποιες μελλοντικές εποχές, όπου με μαγικό τρόπο όλα τα παιδιά θα είναι ώριμα, θα καταλαβαίνουν το συμφέρον τους, και θα σέβονται τη νομιμότητα. Λες και σε άλλες χώρες όπου δεν υπάρχουν αυτά τα φαινόμενα τα παιδιά γεννιούνται ώριμα. Όμως Παιδεία προσφέρει όχι μόνο η θεωρητική κατάρτιση των μαθητών στις αρχές της Δημοκρατίας αλλά και η έμπρακτη εμπέδωση αυτών. Πρέπει να μάθουν στην πράξη ότι υπάρχουν όρια, ότι δεν μπορούν να επιβάλουν τις απόψεις τους με τη βία, και ότι αν το επιχειρήσουν θα υποστούν κυρώσεις.

Τι πρέπει να γίνει:

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να συμφωνήσουμε ως κοινωνία ότι οι καταλήψεις είναι όχι μόνο παράνομες, αλλά και αντιεκπαιδευτικές. Οι καταλήψεις υποβαθμίζουν το δημόσιο σχολείο, για αυτό και δεν πρέπει να γίνονται σε καμιά περίπτωση ανεκτές. Τα κόμματα που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν οφείλουν να πάρουν ξεκάθαρη θέση: ναι ή όχι στις καταλήψεις και να μας εξηγήσουν το γιατί.

Όσον αφορά τα σχολεία τα πράγματα είναι σχετικά απλά: πρέπει να γίνει ξεκάθαρο στους μαθητές ότι οι καταλήψεις σχολείων είναι εκτός επιτρεπτών ορίων. Μόλις εκδηλώνεται κατάληψη πρέπει να επεμβαίνει η αστυνομία. Κι επειδή κανείς δεν θέλει να οδηγούνται μαθητές στα δικαστήρια, θα πρέπει να οριστούν πειθαρχικές ποινές ή χρηματικά πρόστιμα για μαθητές που συμμετέχουν σε καταλήψεις καθώς και για τους γονείς τους.

Στα πανεπιστήμια τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, λόγω παράδοσης και λόγω «ασύλου». Για να σταματήσει η μάστιγα των καταλήψεων θα πρέπει να συμβούν αρκετά πράγματα: α) να υπάρξει πολιτική βούληση εκ μέρους των δύο μεγάλων κομμάτων, β) να υπάρξουν ισχυρές διοικήσεις στα ιδρύματα, γ) να καταστεί σαφές στους φοιτητικούς συλλόγους και σε άλλες ομάδες ότι οι καταλήψεις δεν θα γίνονται πλέον ανεκτές, δ) να θεσπιστούν πειθαρχικές κυρώσεις για φοιτητές που προβαίνουν σε βίαιες πράξεις και ε) να δημιουργηθούν σώματα τήρησης της τάξης στα πανεπιστήμια.

Φυσικά τα μέτρα αυτά δεν θα εφαρμοστούν χωρίς αντιδράσεις, πιθανόν αρκετά μαζικές. Θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μια περίοδο αναταραχών που μπορεί να οδηγήσει και σε χάσιμο ενός ή περισσότερων εξαμήνων. Για κάποιο διάστημα είναι πιθανό να χρειαστεί η συνδρομή της αστυνομίας μέσα στα ιδρύματα. Αλλά μετά την περίοδο αυτή θα έχουμε βάλει την πολυπόθητη βάση για την αναβάθμιση των πανεπιστημίων, αναβάθμιση που βέβαια απαιτεί και πολλές άλλες αλλαγές.

Η αντίθεσή μου στις καταλήψεις δεν σημαίνει ότι επιθυμώ «πειθήνιους» μαθητές και φοιτητές. Εξάλλου, αν κοιτάξετε τη διαδρομή μου θα δείτε ότι και ο ίδιος κάθε άλλο παρά πειθήνιος πολίτης μπορώ να θεωρηθώ. Απλώς χρειάζεται όλοι να οδηγηθούμε σε άλλους τρόπους διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Τρόπους που δεν κάνουν τα πράγματα χειρότερα αντί να τα κάνουν καλύτερα. Τρόπους που να επικεντρώνονται στον λόγο και όχι στη βία.

*Ο Θέμης Λαζαρίδης είναι χημικός μηχανικός και διδάσκει στο τμήμα Χημείας του City College της Νέας Υόρκης.

πηγή: aixmi.gr