«Επί Νέας Δημοκρατίας, όταν για πρώτη φορά εκδηλώθηκαν οργανωμένες διαμαρτυρίες για το ζήτημα της γκετοποίησης του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, επιδίωξα να συζητήσω το θέμα με παράγοντα της τότε καταστάσεως, ο οποίος γνώριζε όλες τις παραμέτρους του. Όταν τον ρώτησα γιατί η αστυνομία αδιαφορούσε για την εκπόρνευση ανήλικων κοριτσιών από την Νιγηρία στις οδούς του κέντρου, μου έδωσε την παρακάτω απάντηση: «Διότι η αστυνομία μού λέει ότι η νιγηριανή μαφία είναι ασύγκριτα σκληρότερη από την ρωσική ή την αλβανική. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τον συνομιλητή μου, η αστυνομία -αποδεχόμενη ουσιαστικά την αδυναμία της- είχε αποφασίσει να αφήσει την νιγηριανή μαφία… στην ησυχία της!».

(Στέφανος Κασιμάτης, Οι ψευδαισθήσεις αντέχουν, Καθημερινή 10-1-2010)

Η κοινωνική αποστροφή στους εμπόρους ναρκωτικών είναι δεδομένη. Η ίδια κοινωνική απαξία εκφράζεται με τον ίδιο έντονο τρόπο απέναντι στους σωματέμπορους. Δεν πρέπει, λοιπόν, να προκαλεί κανενός είδους απορία η προσπάθεια των εξουσιαστών να πείσουν ότι δεν εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, όχι μόνο δεν επιτυγχάνουν τον σκοπό τους, αλλά στην κυριολεξία γελοιοποιούνται.

Έχουμε καταγράψει και σε προηγούμενα φύλλα της Διαδρομής Ελευθερίας τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνεται ο έλεγχος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών εκ μέρους του κράτους με τον ορισμό και την συνεχή μετακύλιση των σημείων που προσδιορίζονται ως πιάτσες. Οι πιάτσες, άλλοτε είναι φανερές, συνήθως όταν αφορούν τους πλέον εξαθλιωμένους χρήστες ή γυναίκες που εκδίδονται καταναγκαστικά και άλλοτε η ύπαρξη τους είναι λιγότερη γνωστή, όταν αφορά το εμπόριο «ποιοτικών» ναρκωτικών ουσιών, όπως η κοκαΐνη.

Η συγκέντρωση, λοιπόν, εξαρτημένων ανθρώπων και δη εξαθλιωμένων σε διάφορα σημεία που επιτρέπει ή επιβάλλει η ίδια η «Δίωξη» ναρκωτικών, έρχεται να υπενθυμίσει εκτός των άλλων, όχι βέβαια την αδυναμία του κράτους, που είναι και το μόνο υπεύθυνο για την κατάσταση αυτή, αλλά την ισχύ του.

Μ’ άλλα λόγια η εξουσία επιδεικνύει την αγριότητά της δείχνοντας πρώτα με το δάκτυλο τα «μιάσματα», τους ανεπιθύμητους, τους «ξεγραμμένους», για να ζητήσει στην συνέχεια την κοινωνική συμφωνία για την επί πλέον περιχαράκωση των χαρακτηρισμένων ως τέτοιων. Μα αν καταγράφονται μ’ αυτόν τον τρόπο στα εξουσιαστικά κιτάπια οι συνήθεις «απόβλητοι», αν οριστούν εκείνοι που «δικαιούνται» αυτούς τους χαρακτηρισμούς, τότε εκείνο που δικαιώνεται είναι η ουσία της κυριαρχίας, η ουσία της επιβολής.

«Είτε πρόκειται για ουσιοεξαρτημένους, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά μεσοαστικών οικογενειών, είτε για ανθρώπους σε άθλια κατάσταση, η έξαρση των περιστατικών καταδεικνύει απουσία πολιτικής που να αποτρέπει τα πράγματα να φτάσουν σε αυτό το σημείο», ισχυρίζονται περισπούδαστοι εγκληματολόγοι.(1) Το ψεύδος είναι καταφανές. Η αντιστροφή της πραγματικότητας προβάλλει σ’ όλο της το μεγαλείο. Μα ακριβώς στην πιστή εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών οφείλεται η ύπαρξη πλήθους εξαρτημένων ανθρώπων από πάσης φύσεως ουσίες.

Η νάρκωση και η κάθε είδους εξάρτηση είναι ασυμβίβαστες με την ελευθερία, συγκαταλέγονται στους όρους επιβολής της κάθε εξουσίας. Δεν αποτελούν, λοιπόν, σε καμία περίπτωση καταστάσεις που απορρέουν από την «ελεύθερη επιλογή» κάποιων ή και ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Καταναγκαστικές καταστάσεις δεν μπορούν να βαφτίζονται «πειραματισμοί», «απολαύσεις», «μέσα διασκέδασης» και άλλα τινά που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι ίδιοι και οι ίδιοι επιτήδειοι. Η αλλοτρίωση, η αποχαύνωση, η μοναξιά, η παραίτηση και η πλήξη είναι ο κοινός παρονομαστής σε τόσες και τόσες χιλιάδες περιπτώσεις εξαρτημένων ανθρώπων.

Μιλούν, λοιπόν, πολλοί και προβληματίζονται για την έξαρση της διάδοσης των ναρκωτικών ουσιών. Θεωρείται από πολλούς ότι στις λεγόμενες περιόδους «κρίσης» αυξάνεται η διάδοση των ναρκωτικών ουσιών ειδικά ανάμεσα στους νέους, καθώς μεταδίδεται μια αίσθηση δυσφορίας απέναντι στον πόνο, τις δυσκολίες, σε συνδυασμό με την απουσία πίστης σε κάποια προοπτική παρά μόνο σε εκείνη της «επόμενης στιγμής» μέσα από την αναζήτηση των «απόλυτων απολαύσεων», ενώ ταυτόχρονα έντονη προβάλλει η αίσθηση της απώλειας της αυτοεκτίμησης.

Η εξουσία, παρ’ όλα αυτά, δεν έχει ενδοιασμούς να παραιτείται ακόμα και από την καλλιέργεια αυταπατών, που φρόντιζε μέχρι πρότινος να πλασάρει απλόχερα. Δεν αφορά, λοιπόν, το ζήτημα της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες μόνο τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, όπως αντίστοιχα και το «πρόβλημα» των εν γένει «παράνομων» ή βίαιων συμπεριφορών. Δεν πρόκειται, λοιπόν, όπως πλέον παραδέχονται οι τεχνικοί της εξουσίας, για ένα κόσμο χωριστό, «περιθωριοποιημένο», αποκομμένο και καλά κρυμμένο από τους λεγόμενους ευυπόληπτους πολίτες: «Δεν είναι μόνο τα φτωχά στρώματα που εκτρέπονται στην παρανομία, οι κοινωνικά και οικονομικά περιθωριοποιημένοι. Η συμπίεση και η σταδιακή υποβάθμιση της εξισορροπητικής μεσαίας τάξης, διαδικασία που είναι σε εξέλιξη χρόνια τώρα, προκαλεί κλυδωνισμούς και ανακατατάξεις, άγνωστες, ακόμη και απροσδιόριστες. Η βία στις σύγχρονες πόλεις δεν είναι ένας «κόσμος» χωριστός, αποκομμένος από τις κοινωνικές σχέσεις, την διάψευση των αναμονών, την απώλεια των κεκτημένων, την ματαίωση επιθυμιών».(2)

Το κράτος, λοιπόν, γνωρίζει ότι ο κοινωνικός έλεγχος όχι μόνο δεν είναι εξασφαλισμένος, αλλά διαρκώς βρίσκεται υπό την απειλή φυγόκεντρων κοινωνικών τάσεων και απεγκλωβισμού από τα εξουσιαστικά δεσμά. Ο επί πλέον έλεγχος της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, η μετακίνηση και ο εκ νέου προσδιορισμός της πιάτσας όχι μόνο ως σημείο διατήρησης της χωροταξίας του «περιθωρίου», αλλά και ως συνάντηση με τα «νέα κοινωνικά υποκείμενα»,(3) που η τύχη τους διαφαίνεται έωλη όσον αφορά την παραγωγική και όχι μόνο αφομοίωσή τους, δεν δικαιολογείται να απασχολεί επιδερμικά τους αναρχικούς.

Θα επανέλθουμε όμως σύντομα…

Συσπείρωση Αναρχικών

—————————

1. Ελένη Σοφία Βιδάλη, Καθηγήτρια Εγκληματολογίας.

2. Μαρία Κατσουνάκη, Καθημερινή, Οι θύτες δεν είναι ένας άλλος κόσμος, 10-1-2010.

3. Βλ. μετακίνηση υπό την υψηλή εποπτεία των μπάτσων σκληρής πιάτσας διακίνησης ναρκωτικών έξω από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου επί της Πατησίων ελεγχόμενης από αφρικανούς μετανάστες.
(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φύλλο 91, Φεβρουάριος 2008)
αναδημοσίευση από (anarchypress.gr)