Δεν είναι εύκολο να διδάσκεσαι από τα όσα συμβαίνουν στις άλλες χώρες. Απαιτούνται συστηματική αναζήτηση πληροφοριών, συζητήσεις με φίλους που συμμετέχουν στις εξελίξεις, ανάλυση των σχετικών αναγνωσμάτων και αξιολόγηση της ακρίβειας των παρεχόμενων πληροφοριών.

Επίσης, όπως θα εξηγήσουμε στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται δεδομένη η αντικειμενικότητα των ΜΜΕ. Η συναγωγή συμπερασμάτων για τη χώρα σου είναι το τελευταίο στάδιο της όλης διαδικασίας, κατά το οποίο απαιτούνται, αφενός, φαντασία, η οποία σου επιτρέπει να διακρίνεις τις υπάρχουσες αντιστοιχίες και, αφετέρου, ευρύτητα σκέψης, ώστε να δέχεσαι διδάγματα τα οποία μπορεί να αντιβαίνουν στον κατεστημένο τρόπο σκέψης.

Εφαρμόζοντας τα προαναφερθέντα βήματα μερικούς μήνες πριν από τον εκλογικό θρίαμβο του Ομπάμα, οδηγήθηκα να προβλέψω -σε άρθρο μου στο «Βήμα»- ότι ο πόλεμος του Αμερικανού προέδρου στο Αφγανιστάν ήταν καταδικασμένος. Η πρόβλεψη αυτή απαιτούσε πολύ θάρρος, καθώς την περίοδο εκείνη οι πάντες, και κυρίως οι ρομαντικοί Ελληνες, έτρεφαν πολύ μεγάλες ελπίδες για τον νέο πρόεδρο και ακόμη μεγαλύτερες για τον διαρκώς πιο απογοητευτικό αντιπρόεδρό του.

Κι ωστόσο, η λογική βάση της ανάλυσής μου ήταν ορθή. Για τους εξής λόγους:

Πρώτον: διότι καμία αυτοκρατορία, από τότε που οι Βρετανοί επιχείρησαν να εισχωρήσουν στα βάθη του Αφγανιστάν, στις αρχές της δεκαετίας του 1800, δεν κατάφερε να το υποτάξει.

Δεύτερον: επειδή η διαφθορά, η αμοιβαία καχυποψία και οι διαρκείς εσωτερικές διενέξεις είναι στοιχεία ευρέως διαδεδομένα μεταξύ των αφγανικών φυλών. Κάθε ιδέα περί «μεταμόσχευσης στο Αφγανιστάν της στρατηγικής Πετρέους», η οποία κινητοποίησε τη στήριξη των Σουνιτών και μείωσε -προσωρινά- τις βιαιοπραγίες στο Ιράκ, δεν πρόκειται -κατά τη γνώμη μου- να τελεσφορήσει στο Αφγανιστάν.

Τρίτον: επειδή η εξωτερική πολιτική του Ομπάμα αναπτύχθηκε «στο πόδι», καθώς εξελισσόταν η προεκλογική εκστρατεία του, και οι πιθανότητές του να κερδίσει απαιτούσαν την οργάνωση ενός παγκόσμιου σχεδίου. Ωστόσο, λόγω κεκτημένης ταχύτητας, η οποία, όπως γνωρίζουμε πλέον, κάλυψε και την απόφαση των Βρετανών να στηρίξουν τον αμερικανικό πόλεμο στο Ιράκ, κανείς δεν αντιλήφθηκε πόσο αλληλένδετα ήταν τα διάφορα μέρη της πολιτικής γραμμής του Ομπάμα. Γεγονός όμως παραμένει, όπως έχω κατ’ επανάληψη εξηγήσει στα άρθρα μου στο «Βήμα» και στο «Εθνος», ότι το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Ιράν, το Παλαιστινιακό Ζήτημα και, κυρίως, οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν ως μεμονωμένα, ασύνδετα ζητήματα.

Ολα αυτά τα προβλήματα παραμερίστηκαν από την αντίληψη ότι η ρητορική δεινότητα και το συναινετικό στυλ του Ομπάμα θα έφερναν αποτελέσματα, θα του εξασφάλιζαν ευρύτερη υποστήριξη και θα έδιναν τέλος στις εν λόγω κρίσεις. Γνωρίζουμε πλέον ότι τίποτε τέτοιο δεν συνέβη, αν και οι Ελληνες δημοσιογράφοι -απρόθυμοι ή ανίκανοι να υιοθετήσουν φρέσκους τρόπους σκέψης- εξακολουθούν να υπερτονίζουν τα επικοινωνιακά χαρίσματα του Αμερικανού προέδρου.

Ο ίδιος ο Ομπάμα επιδείνωσε τη θέση του, δηλώνοντας μεν, πολύ σωστά, ότι ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν «εσφαλμένος», αλλά και, τελείως εσφαλμένα, ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν ήταν ο πόλεμος που η Αμερική όφειλε να κερδίσει.

Πρωτύτερα, τις τελευταίες μέρες της διακυβέρνησής του, ο Μπους είχε αποφασίσει να προσδώσει και μια δόση «ιδεαλισμού» στην κυνική εξωτερική πολιτική της Αμερικής. Υποτίθεται ότι η δημοκρατία έπρεπε να εξαπλωθεί και στο Πακιστάν, έστω και αν αυτό σήμαινε την ανατροπή ενός σχετικά αξιόπιστου καθεστώτος. Ο Ομπάμα δεν άργησε να «ανεβάσει τον πήχη», αποφασίζοντας ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έπρεπε, ομοίως, να εξαπλωθεί στη γείτονα χώρα, ασχέτως αν οι Πακιστανοί ήταν και απροετοίμαστοι και απρόθυμοι.

Αποτέλεσμα; Αύξηση των ανθρώπινων απωλειών, αύξηση του οικονομικού κόστους, αύξηση των απαιτούμενων στρατιωτών. Τα μόνα πράγματα που μειώθηκαν ήταν: (α) η στήριξη από την πλευρά των πολιτών των χωρών που είχαν στείλει στρατεύματά τους στο Αφγανιστάν (β) η βεβαιότητα των στρατιωτικών ότι θα κέρδιζαν τον πόλεμο και (γ) η ικανότητα του χαρισματικού προέδρου να αποφασίσει γρήγορα εάν θα στείλει τα επιπλέον στρατεύματα που οι τοπικοί διοικητές του θεωρούσαν απαραίτητα. Το μόνο βέβαιο έπειτα από την πρόσφατη αύξηση των στρατευμάτων είναι η νέα αύξηση των νεκρών και των τραυματιών.

Η μοναδική πραγματική καινοτομία που έφερε ο Ομπάμα στην εν λόγω σύγκρουση ήταν η αρχική του δήλωση ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να αναπτύξουν μια «στρατηγική εξόδου» -άποψη ρεαλιστική μεν, αλλά, επιφανειακά τουλάχιστον, ασύμβατη με τον ισχυρισμό του ότι αυτός ήταν ο πόλεμος που όφειλε να κερδίσει η Αμερική. Αφήνοντας αδιευκρίνιστες τις λεπτομέρειες αυτής της «αποχώρησης», οι Αμερικανοί δεν αλλάζουν την ουσία του μηνύματος ούτε και έχουν την ελευθερία να προβούν σε περισσότερους ελιγμούς, μια και, πλέον, είναι παγιδευμένοι στην ίδια τους τη δήλωση.

Θα ήταν περιττό να αρνηθούμε ότι πλησιάζει το τέλος της δυτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν. Οσο επιδέξιοι και αν είναι οι Αμερικανοί επικοινωνιολόγοι, είναι αναντίρρητο ότι η Αμερική έχει χάσει την αναμέτρηση. Κανένας από τους διακηρυγμένους στόχους της -(α) κατατρόπωση των Ταλιμπάν (β) αιχμαλώτιση του Οσάμα Μπιν Λάντεν (γ) περιορισμός του εμπορίου οπίου και (δ) εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού καθεστώτος- δεν έχει καν πλησιάσει το ενδεχόμενο επιτυχίας. Η αύξηση των δυνάμεων, σε συνδυασμό με την αποχώρηση και την αδυναμία επίτευξης των διακηρυγμένων στόχων του πολέμου, θα έχουν ανυπολόγιστα επακόλουθα.

Το γόητρο της Αμερικής θα καταρρακωθεί στην κεντρική Ασία, στο Ιράν, στους κόλπους των Σιιτών στο Ιράκ, της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και της Χαμάς στη Δυτική Οχθη. Το γεγονός θα εκληφθεί από τους πάντες ως απόδειξη της συνεχιζόμενης παρακμής της αμερικανικής επιρροής.

Παράλληλα, όμως, το γεγονός της ήττας θα έχει σοβαρές επιπτώσεις και στην Ευρώπη, ενώ επίσης θα ενισχύσει την άποψη ότι η Αμερική δεν είναι -όπως άλλοτε διακηρυσσόταν- ικανή να διεξαγάγει δυόμισι πολέμους ταυτοχρόνως. Και οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, παρά τις καυχησιολογίες ορισμένων ηγετών του ΝΑΤΟ, η ευρωαμερικανική συμμαχία ως προς αυτό το ζήτημα αποδείχτηκε, απλώς, ατελέσφορη.

Ολα αυτά με επαναφέρουν στην Ελλάδα και στη θεωρία μου για την ανάγκη υιοθέτησης μιας πολυγαμικής εξωτερικής πολιτικής.

Το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είναι πάρα πολύ μικρή χώρα για να μπορεί να ακολουθήσει το παράδειγμα της Τουρκίας ανατρέπεται με τη μεγαλύτερη ευκολία: είναι σήμερα πολλές οι χώρες που ακολουθούν το πρωτοποριακό παράδειγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Το Ισραήλ, φέρ’ ειπείν, έχει ήδη αρχίσει να παρουσιάζει σαφείς ενδείξεις ανεξαρτησίας, ακόμη και από τις ΗΠΑ, όταν το θεωρεί βολικό. Η Σερβία αποκομίζει ήδη οφέλη από την Ευρώπη επειδή είχε το θάρρος να φλερτάρει με τη Ρωσία. Ακόμη και οι Σέρβοι της Βοσνίας, που αποτελούν μόλις το 35% του πληθυσμού αυτής της μικροσκοπικής χώρας, δείχνουν σήμερα πρόθυμοι να καθιερώσουν στενές σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία ήταν πολιτικά «απούσα» όταν οι συμφωνίες του Ντέιτον δημιουργούσαν την ομοσπονδία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

Γεγονός ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι η Γερμανία και σήμερα η Γαλλία ασκούν ήδη πολιτική σταδιακής εμπορικής αποστασιοποίησης από τον αγγλοσαξονικό κόσμο. Οι μεγαλοστομίες του κ. Σαρκοζί σχετικά με την πρόθεσή του να χαλιναγωγήσει το (ατίθασο) Λονδίνο φανερώνουν ότι το φλερτ της Γαλλίας με το αγγλοσαξονικό οικονομικό μοντέλο αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο. Ακόμη πιο αξιοσημείωτες είναι οι πρόσφατες συμφωνίες του κ. Σαρκοζί να αρχίσει «ανταλλαγές μετοχών» με τη Ρωσία.

Πρόκειται για πρωτοφανή εξέλιξη, καθώς η Γαλλία μπορεί, ακολουθώντας το παράδειγμα της Γερμανίας, να ενισχύσει το εμπόριο με τη Ρωσία, να προωθήσει τα ενεργειακά της συμφέροντα, να βοηθήσει τη Ρωσία να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην οικονομία της, και, εμμέσως, να αποδυναμώσει τις κινήσεις που κάνουν οι Αμερικανοί με σκοπό τη μείωση της επιρροής της Ρωσίας επί των χωρών της περιφέρειάς της. Οι αλλαγές αυτές αναμένεται να αποδειχτούν κρισιμότατες. Πρόκειται για αλλαγές των οποίων τον αντίκτυπο δεν μπορούν καν να διανοηθούν όλοι όσοι βλέπουν το μέλλον τους προσδεμένο στο αμερικανικό άρμα.

Δυστυχώς, όμως, η Ελλάδα παραμένει μία από τις χώρες που δεν μπορούν να αντιληφθούν τη σπουδαιότητα των αλλαγών. Δεν μπορούν; Ή μήπως δεν τους επιτρέπεται να βγάλουν τα αναγκαία συμπεράσματα; Αυτό είναι το ερώτημα.

Στις αρχές της πενταετούς κυβερνητικής θητείας του, ο κ. Καραμανλής είδε πράγματι αυτές τις αλλαγές και, μέσω θεμελιακού έργου, το οποίο επιτέλεσε ο πρέσβης Μπίτσιος, πραγματοποίησε κάποια σημαντικά βήματα με σκοπό να ωφεληθεί η Ελλάδα από τη γεωπολιτική μεταβολή. Ολα αυτά, βεβαίως, προτού αλλάξει τον καινοτομικό αυτό τρόπο σκέψης η επιρροή κάποιων υπουργών του.

Μικρή είναι η παρηγοριά ότι οι υπεύθυνοι αυτών των οπισθοδρομικών αποφάσεων δεν βρίσκονται πλέον στην εξουσία. Αν κάτι έχει σημασία σήμερα είναι ότι όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για την Ελλάδα -είτε είναι μέλη της νέας κυβέρνησης είτε της αναγεννηθείσης αντιπολίτευσης- πρέπει να βεβαιωθούν ότι δεν θα συνεχίσουμε να παραβλέπουμε τα διδάγματα που καταφτάνουν καθημερινά από το εξωτερικό. Τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας ΔΕΝ θα προστατευτούν από τους συμμάχους της. Και, σε τελευταία ανάλυση, την ευθύνη της απεμπόλησής τους θα τη φέρουν Ελληνες πολιτικοί και μόνον. Η επίρριψη της ευθύνης στην οικονομική κρίση ποτέ δεν πρόκειται να αφαιρέσει το στίγμα που θα αφήσει ο οποιοσδήποτε συμβιβασμός ως προς τα εθνικά μας συμφέροντα. Διότι η παγκόσμια ιστορία διδάσκει ότι οι παραχωρήσεις εθνικών συμφερόντων γίνονται μόνον έπειτα από έναν χαμένο πόλεμο.

Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.

Πηγή: Έθνος