του Άγγελου Δημητρίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Patria, τεύχος 40

Υπάρχει πλέον αποτυπωμένο το γεγονός ότι ο σημαντικός λογοτέχνης της Αριστεράς Δημήτρης Χατζής, όταν βρισκόταν αυτοεξόριστος στο ανατολικό μπλοκ κατά τη μεταπολεμική περίοδο, άλλαζε – κλαίγοντας - το τέλος ορισμένων “απαισιόδοξων” και γι’ αυτό “αντιδραστικών” διηγημάτων του, προσθέτοντας μια “χαρούμενη” και αισιόδοξη έκβαση, προκειμένου να είναι αποδεκτά από το σοβιετικό καθεστώς, σύμφωνα με το όραμα του υλιστικού παραδείσου.

 Πράγματι, εξίσου με τον κολεκτιβισμό, και το φιλελεύθερο καπιταλιστικό - τραπεζοκρατικό ordo rerum διατρέχει το ίδιο ευδαιμονιστικό πρότυπο. Ο μηδενιστής άνθρωπος του νεωτερικού ατομισμού μεταλλάχθηκε στον μετανεωτερικό καταναλωτή. Ο χαζοχαρούμενος μαζάνθρωπος υπάρχει μόνο για να καταναλώνει και η επίπλαστη, ανερμάτιστη “χαρά” του πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί, για χάρη της διαρκούς ανάπτυξης, ακόμα και με τη λήψη αντικαταθλιπτικών σκευασμάτων, επίσης ειδών προς κατανάλωση. Καμία άλλη στόχευση πέρα από την ευημερία δεν υπάρχει. Κι αυτή ακόμα χάνει το ρεαλιστικό της υπόβαθρο μπροστά στις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Όλοι βρίσκονται προσδεμένοι σε μια υλιστική σκλαβιά, χωρίς να υποψιάζονται τις μεγάλες αλήθειες του βίου. Η συμβίωση στις μεγαλουπόλεις είναι μια σύμβαση “μη επιθέσεως” και κάθε ατομικότητα προσπαθεί να προσπορίσει όσο το δυνατόν περισσότερα υλικά οφέλη. Η παθογένεια του κοινωνικού συμβολαίου κατακλύζει τις μοντέρνες κοινωνίες.

 Ο υλιστικός ανθρωπολογικός τύπος μονοπωλεί τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Ο μεσοπολεμικός εθνικισμός συσπείρωσε και ανέδειξε τις αντιμοντέρνες αντινιχιλιστικές τάσεις που σοβούσαν στην ευρωπαϊκή παράδοση, παρά ταύτα δεν μπόρεσε να υπερβεί την βαθιά ριζωμένη, την πυρηνική δυτική ατομοκεντρική παράδοση. Επιπρόσθετα, κάθε υπόμνηση για τους παραπάνω φορείς ιδεών δαιμονοποιήθηκε στον μεταπόλεμο και ουσιαστικά αχρηστεύτηκε. Στα πλαίσια αυτά και ο υπαρξισμός με τις διάφορες τάσεις του προσπάθησε να διασώσει την ατομική συνειδητότητα από το ξεθεμελίωμα του μηδενισμού, ωστόσο δεν έπαυσε και ο ίδιος να αποτελεί παράγωγο της νεωτερικότητας. Οι παραπάνω προσπάθειες έχουν πολλά να διδάξουν από την αποτυχία τους στους σημερινούς αντινεωτεριστές.

 Το άτομο ως κέντρο 

 Είναι παραδεκτό πως το μεγαλύτερο κατόρθωμα της νεωτερικότητας ήταν η ανάδυση και συγκρότηση του ατόμου. Αν όμως για τη Δύση και τον πολιτισμό της αυτό υπήρξε το εξελικτικό στάδιο μετά από αιώνες σκοταδισμού, για την ελληνική παράδοση στάθηκε ένας αναχρονισμός, ένα πρόδηλο πισωγύρισμα στο πεδίο της κοινωνικής οντολογίας. Θα πρέπει να εξεταστεί ποιο ήταν το κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιούσε ό, τι ονομάζουμε ελληνικότητα και την καθιστούσε διακριτή σαν πολιτισμό.

 Η ελληνική παράδοση ανέκαθεν έδραζε την οντολογία στην τραγικότητα της ύπαρξης .Μία άποψη θέλει την αρχαία κλασσική τέχνη να γεννήθηκε από τη στέρεα αντίληψη του αρχαίου κόσμου για την περατότητα της ύπαρξης. Ο “θρήνος” και η απαισιοδοξία για τον προκαθορισμό αυτό στάθηκε η αιτία για την αποτύπωση της κοσμικής ευμορφίας, του έλλογου κάλλους. Θα ήταν, επίσης, κοινότοπη μια ανάλυση για τον ρόλο της αρχαίας τραγωδίας στον τότε τρόπο του βίου και σε ό, τι αυτή αντιπροσώπευε. Το αρχέτυπο, το ιδανικό κορύφωμα της ύπαρξης, αποτελούσε ο Ήρωας, ο άνθρωπος που πάσχει και τελικά εξαγνίζεται.

 Προσωποκεντρισμός και θάνατος 

 Πιο κοντά στη σύγχρονη πραγματικότητα και σαν απάντηση στο ζήτημα της νεωτερικής εξατομίκευσης, στέκεται η προσωποκεντρική θεωρία και συγκεκριμένα εκείνος ο ανθρωπολογικός τύπος που πηγάζει από την λεγόμενη “θεολογία του Προσώπου”. Το πρότυπο αυτό αναδείχθηκε στο “Βυζάντιο” και την θεωρητική του θεμελίωση προσέφερε η πατερική θεολογία. Και στην κοσμοαντίληψη αυτή ο θάνατος είναι παρών και η ζωή εκτυλίσσεται γύρω από την προοπτική του, μόνο που το τέρμα της ζωής δεν επιφέρει και το τέλος της ύπαρξης, αλλά, αντίθετα, το πέρας σημαίνει την τελείωση. Η υπαρκτική ετερότητα κάθε προσώπου, το καθιστά ανόμοιο και ανεπανάληπτο και η κοινωνία προσλαμβάνει τον χαρακτήρα του ιερού.

 Όπως γίνεται φανερό, καθοριστική είναι η σχέση μιας κοινωνίας με το γεγονός του θανάτου καθώς και η προβληματική γύρω από τη μεταφυσική. Οι παραδοσιακές κοινωνίες είχαν κατά βάση μεταφυσικά ερείσματα που τις συγκροτούσαν και μια διαλεκτική σχέση με το θάνατο. Ο αρχαίος πολίτης θεωρούσε την ύπαρξή του μέρος του κοσμικού γίγνεσθαι και ζούσε στα πλαίσια των φυσικών επιταγών. Έτσι και ο θάνατος ήταν μια απολύτως φυσική εξέλιξη. Ο υπήκοος του μεσαιωνικού ελληνισμού, από την άλλη, επιζητούσε να ομοιάσει προς την ύπατη αιτιώδη αρχή των υπαρκτών, σε Εκείνον ο οποίος “εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγε”. Κατά τον τρόπο αυτό ο βίος συναρθρωνόταν σε μια τραγική προοπτική, σε ένα μεταφυσικό πλαίσιο, όπου η αιώνια διπολικότητα της γέννησης και του θανάτου κυριαρχούσε. Αντίθετα, η μοντέρνα κοινωνία διατηρεί τη συνοχή της στην αντιφυσική αρχή του κοινωνικού συμβολαίου, όπου τα προτάγματα είναι υλιστικά και οι προοπτικές μηδενιστικές.

 Το πρόσωπο δεν πρέπει να μεταφερθεί στη σύγχρονη πραγματικότητα σαν ένα παραδοσιαρχικό ξόανο, αλλά σαν πραγματιστική δυνατότητα, σαν ένα ψηλαφητό ιδανικό. Η προσωπική ετερότητα, η κατάκτηση της υπαρκτικής ελευθερίας, μοιάζει να έχει εξοβελιστεί από τις προτεραιότητες του σημερινού ανθρώπου. Η θέαση της ζωής σαν τραγικό δρώμενο έχει απολεσθεί και παραμένει ένα μουσειακό έκθεμα των παραδοσιακών κοινωνιών. Ωστόσο, μέσα στο φρενήρες καταναλωτικό πανηγύρι, ο έσω άνθρωπος υπάρχει και έχει ανάγκη τη μεταφυσική και την αίσθηση της τραγικότητας. Όταν ο κουρνιαχτός του ευδαιμονισμού κατακάτσει, το ιδανικό του Αγίου και του Ήρωα θα επανέλθει επιτακτικά σαν πρόταση ζωής και τρόπος ύπαρξης.