του Δημήτρη Παπαγεωργίου
Η διοργάνωση του τουρνουά “White Rex” στην Ρώμη, τον μήνα που πέρασε, ήταν για μία ομάδα ανθρώπων ιδιαίτερα σημαντική. Το ίδιο χρονικό διάστημα και με βάση άλλες εθνικιστικές ομάδες πραγματοποιήθηκε στην Ρώμη μία εκδήλωση διαμαρτυρίας για τα γεγονότα στην Συρία.
Κοινή συνιστώσα και στις δύο εκδηλώσεις, πέρα από τον “εθνικιστικό”
πολιτικό λόγο και την ιδεολογική κατεύθυνση των συμμετεχόντων ήταν ο
πανευρωπαϊκός τους χαρακτήρας. Και στις δύο εκδηλώσεις συμμετείχαν
εθνικιστές από μία πλειάδα χωρών της Ευρώπης, σε σημείο που και οι δύο
εκδηλώσεις μπορούν άνετα να χαρακτηρισθούν ως πανευρωπαϊκές και όχι
ιταλικές, παρόλο που έλαβαν χώρα σε ιταλικό έδαφος. Εάν εγώ π.χ.
βρισκόμουν σε κάποια από αυτές τις εκδηλώσεις, ως Έλληνας εθνικιστής δεν
θα αισθανόμουν ότι βρίσκομαι μεταξύ ξένων. Θα αισθανόμουν ότι βρίσκομαι
μεταξύ συμπατριωτών μου. Γιατί;
Εδώ προκύπτει ένα θέμα με τον ορισμό του “εθνικιστή” φυσικά. Σύμφωνα με
τον προερχόμενο από τον γαλλικό διαφωτισμό όρο του εθνικιστή με την
έννοια του υπερασπιζόμενου το έθνος κράτος στο οποίο ανήκει έναντι όλων
των υπολοίπων εθνών-κρατών, φαίνεται να προκύπτει ένα οξύμωρο. Το οποίο
πολλές φορές εκμεταλλεύεται η αριστερά στην χώρα στην οποία ζούμε. Έχω
συζητήσει πολλές φορές με ιδεολογικά προσκείμενους σε αυτό που
αποκαλούμε εθνικιστικός χώρος το πώς αντιλαμβάνεται ένας Έλληνας
εθνικιστής έναν Ιταλό εθνικιστή, έναν Ρώσο εθνικιστή, έναν Τσέχο ή έναν
Δανό εθνικιστή. Σύμφωνα με την κρατούσα στην ελληνική κοινωνία άποψη,
αλλά και σύμφωνα με την κρατούσα στον εθνικιστικό χώρο άποψη που
υιοθετούν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα και οι οργανώσεις του ελληνικού
κράτους ο Έλληνας εθνικιστής καλείται πάντα να υπηρετήσει τα συμφέροντα
του ελληνικού κράτους σε προτεραιότητα. Τι είναι όμως το “έθνος” σύμφωνα
με τον κλασσικό ορισμό του; Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο: “το ελληνικόν εόν
όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ήθεά τε
ομότροπα” (Ηρόδοτος, Ουρανία 144). Δηλαδή: “Υπάρχει και το
ελληνικό έθνος από το ίδιο αίμα και με την ίδια γλώσσα μ΄ εμάς, με το
οποίο έχουμε κοινά ιερά των θεών και κοινές θυσίες και ήθη κοινά”.
Ας το αναλύσουμε λίγο και ας το πάρουμε ανάποδα. Ήθη κοινά. Με ποιους
έχω περισσότερα ήθη κοινά; Με το έθνος στο οποίο ανήκω βιολογικά; Τον
ελληνικό λαό; Που αποτελείται από όλους αυτούς των οποίων τα ήθη μπορούν
να συμπιεστούν στο τρίπτυχο φραπέ – δουλειά – ποτό; Ή με αυτούς με τους
οποίους χωρίς να έχω ποτέ γνωριστεί μπορώ να φανταστώ την
καθημερινότητά τους, ιδωμένη μέσα από τον εθνικιστικό λόγο και την
βιωματική εμπειρία του εθνικιστικού αγώνα; Με ποιόν μπορώ να
επικοινωνήσω ουσιαστικότερα και βαθύτερα; Με έναν Ιταλό εθνικιστή που
έχει βιώσει λίγο πολύ τις ίδιες αγωνίες και σκέψεις με εμένα, τις ίδιες
ίσως διώξεις, που βλέπει καθαρά τα ίδια προβλήματα που βλέπω κι εγώ; Ή
με έναν αποχαυνωμένο Έλληνα είτε αυτός είναι μπολσεβίκος είτε είναι από
το κομμάτι των χαζοχαρούμενων γιάπηδων που λατρεύει με συνοπτικές
διαδικασίες το εγώ του; Ακόμη και τα... ρούχα που φοράμε, ο τρόπος που
περπατάμε ή κουρευόμαστε είναι πιο πιθανόν να ομοιάζουν. Νομίζω οι δικές
μου τουλάχιστον απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα επαρκούν για να
ξεκαθαρίσουν το ζήτημα των ηθών.
Ας πάμε στις κοινές θυσίες. Και θα αυθαιρετήσω εδώ, απομακρύνοντας την
έννοια των θυσιών όπως τις εννοούσε ο Ηρόδοτος ως θρησκευτική τελετή,
παρόλο που είμαι βέβαιος ότι ο τρόπος που βιώνουμε την θρησκεία είναι
κοινός. Θα αναφερθώ στην θυσία με την έννοια που αυτή λαμβάνει ως
προσωπικό κόστος για κάτι μεγαλύτερο. Και σε αυτό το σημείο τα κοινά μου
με έναν Ισπανό, έναν Γάλλο ή έναν Νορβηγό είναι και πάλι πολύ
περισσότερα από ότι με έναν Έλληνα. Το γεγονός ότι τόσο εγώ όσο και
αυτός μπορούμε να καυχώμεθα ότι θυσιάζουμε κάτι από εμάς – ό,τι και εάν
είναι αυτό ιδιοκτησία μας ή κομμάτι του εαυτού μας για κάτι καλύτερο -
μας κάνει από μόνο του συμμετέχοντες στις ίδιες θυσίες, στις οποίες ποτέ
δεν θα μπορούν να μπουν αυτοί οι μη μετέχοντες στην διαδικασία του
ιδεολογικού και πολιτικού αγώνα.
Εδώ προκύπτει το ζήτημα του “ομόγλωσσου”. Στο οποίο πολύ δύσκολα μπορεί
κανείς να πει κάτι προς υπεράσπιση αυτού που ισχυρίζομαι. Οι γλώσσες μας
είναι διαφορετικές. Ή μήπως όχι και τόσο; Η ελληνική καθώς και όλες οι
Ευρωπαϊκές γλώσσες γλωσσολογικά ανήκουν σε μία κοινή συνισταμένη. Την
Ινδοευρωπαϊκή. Και είναι συγγενείς μεταξύ τους. Αλλά αυτό δεν έχει τόσο
νόημα. Η ουσία είναι ότι πάντα – όποτε έχω βρεθεί με Ευρωπαίους
εθνικιστές – έχω καταφέρει να συνεννοηθώ μαζί τους με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο και να πούμε πολύ περισσότερα πράγματα από ό,τι λέω με τον
διπλανό μου στην πολυκατοικία ή στο λεωφορείο!
Όσο για το όμαιμον, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι μέσα στον κυκεώνα της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε οι Ευρωπαίοι μπορούν να γίνουν αντιληπτοί ως φυλετικά μας αδέλφια αν όχι ξαδέλφια. Γνωρίζω ότι πολλοί θα αντιδράσουν σε αυτό. Λίγη σημασία έχει. Το “Έθνος Ανάδελφον” του Σαρτζετάκη αποτελεί για μένα προσωπικά μία λανθασμένη προσέγγιση. Όχι ότι δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις, αλλά αυτές είναι πολύ μικρές μπροστά στην πλημμυρίδα ασιατών και αφρικανών που μετατρέπεται στους νέους κατοίκους της Ευρώπης.
Όσο για το όμαιμον, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι μέσα στον κυκεώνα της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε οι Ευρωπαίοι μπορούν να γίνουν αντιληπτοί ως φυλετικά μας αδέλφια αν όχι ξαδέλφια. Γνωρίζω ότι πολλοί θα αντιδράσουν σε αυτό. Λίγη σημασία έχει. Το “Έθνος Ανάδελφον” του Σαρτζετάκη αποτελεί για μένα προσωπικά μία λανθασμένη προσέγγιση. Όχι ότι δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις, αλλά αυτές είναι πολύ μικρές μπροστά στην πλημμυρίδα ασιατών και αφρικανών που μετατρέπεται στους νέους κατοίκους της Ευρώπης.
Πέραν αυτού όμως πολύ περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα, αυτό που με δένει
με τους Ευρωπαίους εθνικιστές είναι το ότι έχουν τα ίδια ακριβώς
προβλήματα με εμένα. Οι χώρες τους καθοδηγούνται από τις ίδιες
διεφθαρμένες ελίτ, αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα εκχώρησης του φυσικού
τους χώρου στους εισβολείς και δέχονται την ίδια πίεση από τα
κατεστημένα των χωρών τους.
Όλα αυτά για τι τα λέω;
Γιατί είναι πεποίθησή μου πλέον ότι για να επιβιώσουν τα έθνη της
Ευρώπης, βιολογικά, πολιτισμικά και ως κυρίαρχα στην ήπειρο της Ευρώπης,
είναι ανάγκη τα Ευρωπαϊκά Έθνη να λειτουργήσουν από κοινού. Πώς θα
γίνει αυτό; Μέσω των συμφωνιών των διεφθαρμένων ελίτ που τυραννούν τις
χώρες μας; Σαφώς και όχι! Ή μήπως των κλασσικών “εθνικιστών –
κρατιστών”, οι οποίοι δεν θέλουν να χάσουν ευκαιρία για να προωθήσουν τα
συμφέροντα του Έθνους – κράτους εις βάρος κάποιου άλλου, συνεργαζόμενοι
μάλιστα γι' αυτό και με εξωευρωπαϊκά έθνη-κράτη;
Ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να συμβεί αυτό, είναι το να χτίσουμε το
Έθνος των Εθνικιστών. Δεν είναι εύκολη δουλειά. Η διαδικασία όμως έχει
ήδη αρχίσει. Διανοούμενοι του εθνικιστικού χώρου όπως ο Faye αλλά και
άλλοι μιλούν είτε για Ευρωπαϊκό Εθνικισμό, είτε για λευκό εθνικισμό
περιλαμβάνοντας και τους λευκούς πληθυσμούς εκτός Ευρώπης. Ομάδες και
κινήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη συνεργάζονται μεταξύ τους στην
καθημερινότητα και μιλώντας για προάσπιση του συλλογικού μας πολιτισμού
και του συνόλου των λαών μας ως κοινού. Γάλλοι πατριώτες υιοθετούν ως
κληρονομιά τους το Λάμδα των Σπαρτιατών, όπως είδατε σε προηγούμενα
τεύχη. Έτσι και εγώ θεωρώ κληρονομιά μου μαζί με την Ακρόπολη και το
Κολοσσιαίο και τον Γκαίτε και τον Pound. Και αυτό συνεχίζεται. Είμαστε
κληρονόμοι ενός πολιτισμού χιλιετιών.
Ως Ευρωπαίος ο κάθε Έλληνες έχει μία κληρονομιά να υπερασπιστεί. Θα το
κάνει; Οι καμπάνες του Ευρωπαϊκού εθνικισμού σημαίνουν σε όλη την
Ευρώπη. Τις χτυπούν οι νέοι εθνικιστές. Έχει σημασία αν είναι Γάλλοι,
Ρουμάνοι, Ιταλοί η Σουηδοί; Ανήκουν στο έθνος των εθνικιστών.
Του Δημήτρη Παπαγεωργίου
Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Πάτρια, τεύχος 36 (Ιούλιος – Αύγουστος 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου