Του Αντώνη Πανούτσου

Την περασμένη Πέμπτη περιλήφθηκε μια τροπολογία στο νομοσχέδιο για την καταπολέμηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αφορά την αποφυλάκιση κρατουμένων με ποινές μέχρι και δεκαετούς κάθειρξης. Ταυτόχρονα, από το υπουργείο Δικαιοσύνης δόθηκε στη δημοσιότητα το στοιχείο ότι οι ελληνικές φυλακές έχουν 12.000 φυλακισμένους, εκ των οποίων αλλοδαποί είναι 7.000, ενώ η χωρητικότητά τους είναι για 9.700 κρατουμένους. 

Το πρώτο αντιφατικό στοιχείο είναι ότι ενώ το υπουργείο ονομάζει το νομοσχέδιό του μέτρο ενάντια στην ξενοφοβία και τον ρατσισμό, το ίδιο έμπρακτα ομολογεί το πόσο συνυπολογίζει το «ξένος». Οι φυλακισμένοι δεν διαιρούνται κατά φύλο, κατά ηλικία ή μόρφωση αλλά κατά ιθαγένεια και το συμπέρασμα είναι ότι στις φυλακές βρίσκονται 62% ξένοι και 38% Ελληνες, ποσοστό δυσανάλογο σε σχέση με τον πληθυσμό. Μια υπόθεση θα μπορούσε να είναι ότι οι ξένοι έχουν μεγαλύτερες εγκληματικές τάσεις από τους Ελληνες, υπόθεση γελοία για ένα νομοσχέδιο κατά της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, αφού έμπρακτα θα ομολογούσε ότι δίκιο έχει ο κόσμος, να είναι ξενόφοβος και ρατσιστής. Ενα άλλο συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι ότι τα δικαστήρια καταδικάζουν ευκολότερα τους ξένους. Πρόκειται για ακόμα πιο ενδιαφέρον συμπέρασμα, αφού τότε, εκτός από τον κόσμο, και τα δικαστήρια θα ήταν ρατσιστικά. Ενα τρίτο συμπέρασμα θα ήταν ότι τα δικαστήρια καταδικάζουν τον ίδιο αριθμό ξένων και Ελλήνων αναλογικά, αλλά οι Ελληνες έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια να εξαγοράζουν τις ποινές τους οπότε περισσότεροι ξένοι καταλήγουν στη φυλακή. Αυτό το συμπέρασμα πρέπει να έχει μια μεγάλη δόση αλήθειας, μόνο που τότε πάμε σε έναν αντίστροφο ρατσισμό, σύμφωνα με τον οποίο όποιος είναι Ελληνας αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τον αλλοδαπό. 

Η πραγματικότητα είναι ότι προσπαθώντας να αποσυμφορήσουν τις φυλακές κόλλησαν μια άσχετη τροπολογία σε ένα απίθανο νομοσχέδιο. Γιατί οι Ελληνες μέχρι πριν από 10 χρόνια δεν ήταν ρατσιστές αλλά έγιναν όταν οι μόνοι ξένοι με τους οποίους έρχονται σε επαφή είναι αυτοί που καβάλησαν τα σύνορα. Οι Ελληνες δεν τσουβάλιασαν κάθε εθνικότητα και φυλή λέγοντας: «Μακριά, αυτός είναι Φιλιππινέζος και θα μας μπουκάρει στο σπίτι». Οπως και τη δεκαετία του ’80, που η Ελλάδα είχε γεμίσει με Πολωνούς, κανένας δεν είπε: «Αμαν πια με τη ζητιανιά τους». Οι Φιλιππινέζοι πέρασαν στο ελληνικό φολκλόρ σαν υπάκουοι οικιακοί βοηθοί και οι Πολωνοί σαν καλά μαστόρια στις οικοδομές που θέλουν μια κάσα μπίρες στην καθισιά τους. Και έτσι ήταν. Ο ρατσισμός βασίζεται στις γενικεύσεις, αλλά οι γενικεύσεις έρχονται από την πραγματικότητα. Αν ο Ελληνας έγινε ρατσιστής, το έκανε όχι επειδή του κάπνισε, αλλά από τις εμπειρίες των τελευταίων χρόνων. Αν αδειάσουν λοιπόν τις φυλακές, στέλνοντας τους αποφυλακισμένους στις πατρίδες τους, δεν χρειάζεται κανένα νομοσχέδιο για την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Αν τους αφήσουν και πάλι δίχως δουλειά στους δρόμους, ας μην μπαίνουν στον κόπο. Ράβε ξήλωνε, δουλειά να μην τους λείπει.

πηγή: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ